υψηγορος

υψηγορος
    ὑψήγορος
    ὑψ-ήγορος
    2
    велеречивый или высокомерный
    

(γλῶσσα, κομπάσματα Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υψηγορος" в других словарях:

  • ὑψήγορος — grandiloquent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψήγορος — ον, Α 1. αυτός που μιλάει κομπαστικά, κομπορρήμων, αλαζόνας 2. (σχετικά με ύφος) υψηλός, μεγαλοπρεπής. επίρρ... ὑψηγόρως Α με υψηλό, με μεγαλοπρεπές ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ ήγορος, με έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

  • ὑψηγόρως — ὑψήγορος grandiloquent adverbial ὑψήγορος grandiloquent masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψήγορον — ὑψήγορος grandiloquent masc/fem acc sg ὑψήγορος grandiloquent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηγόρου — ὑψήγορος grandiloquent masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηγόρων — ὑψήγορος grandiloquent masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψήγορε — ὑψήγορος grandiloquent masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψηγορικός — ή, όν, Μ [ὑψήγορος] ὑψήγορος* …   Dictionary of Greek

  • υψαγόρας — και ιων. τ. ὑψαγόρης, ου, ὁ, Α ὑψήγορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ᾱγόρᾱς (< ἀγορά), πρβλ. πυλ αγόρας] …   Dictionary of Greek

  • υψαυχής — ές, Α ὑψήγορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αύχην] …   Dictionary of Greek

  • υψηγορία — ἡ, Α [ὑψήγορος] κομπορρημοσύνη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»